Τι είναι η μικροαγγειακή στεφανιαία νόσος (νόσος μικρών αγγείων);

Η μικροαγγειακή στεφανιαία νόσος, γνωστή και ως νόσος μικρών αγγείων, αφορά τη δυσλειτουργία των μικρών αγγείων της καρδιάς που τροφοδοτούν το μυοκάρδιο. Αυτά τα μικρά αγγεία, γνωστά ως αρτηριόλια και τριχοειδή, δεν διακρίνονται εύκολα κατά τη διάρκεια μιας συμβατικής στεφανιογραφίας, γεγονός που καθιστά τη διάγνωση αυτής της νόσου πιο δύσκολη. Η μικροαγγειακή στεφανιαία νόσος μπορεί να προκαλέσει στηθάγχη και ισχαιμία, παρόλο που οι μεγάλες στεφανιαίες αρτηρίες μπορεί να εμφανίζονται φυσιολογικές ή με μικρές στενώσεις.

Ανατομία και φυσιολογία της στεφανιαίας κυκλοφορίας

Το στεφανιαίο αρτηριακό σύστημα αποτελεί ένα συνεχές δίκτυο λειτουργικά διακριτών αγγείων με συνεχώς μειωμένη διάμετρο. Ειδικότερα, τα κύρια επικαρδιακά στεφανιαία αγγεία με διάμετρο > 400 μm μεταβαίνουν στα προ-αρτηριόλια με διάμετρο 100-400 μm και εν συνεχεία στα μικρότερα ενδομυοκαρδιακά αρτηριόλια με διάμετρο < 100 μm, τα οποία βρίσκονται σε άμεση διασύνδεση με τα τριχοειδή αγγεία διαμέτρου < 10 μm.

Τα μεγάλα επικαρδιακά στεφανιαία αγγεία με τους κύριους κλάδους τους λειτουργούν ως αγωγοί ή αποθήκες αίματος και υπό φυσιολογικές συνθήκες η συμμετοχή τους στις συνολικές αγγειακές αρτηριακές αντιστάσεις είναι ελάχιστη (5%).

Η διάμετρός τους είναι εξαρτώμενη από τη δύναμη διάτμησης (shear stress), τη ροή του αίματος και την ενδοθηλιακή λειτουργία. Σε αντιδιαστολή, τα προ-αρτηριόλια και τα αρτηριόλια απαρτίζουν τον κύριο ρυθμιστή των αγγειακών αντιστάσεων και έχουν το καθοριστικότερο ρόλο στη ρύθμιση της συνολικής μυοκαρδιακής ροής αίματος (80% της συνολικής ροής αίματος στη στεφανιαία κυκλοφορία καθορίζεται από τα προ-αρτηριόλια και τα αρτηριόλια).

Η διάμετρός τους ρυθμίζεται από διάφορους ενδογενείς μεταβολικούς παράγοντες που εκκρίνονται από γειτονικά μυοκαρδιακά κύτταρα, όπως η αδενοσίνη.

Σε φυσιολογικές συνθήκες, η αιμάτωση του μυοκαρδίου εξαρτάται από τη συνολική μυοκαρδιακή ροή αίματος και όχι από τη πίεση παροχής (perfusion pressure). Το φαινόμενο της στεφανιαίας αυτορρύθμισης (coronary autoregulation) αναφέρεται στη βασική ιδιότητα της στεφανιαίας κυκλοφορίας να προσαρμόζεται στις αλλαγές της πίεσης παροχής και των μυοκαρδιακών απαιτήσεων σε οξυγόνο και αίμα.

Εφόσον η λειτουργική ακεραιότητα του μυοκαρδίου βασίζεται στη συνολική στεφανιαία ροή, το φαινόμενο της αυτορρύθμισης αποσκοπεί στη διατήρηση της στεφανιαίας ροής σε επίπεδο αντίστοιχο των μυοκαρδιακών απαιτήσεων μέσω της ανάλογης ρύθμισης της αγγειοδιαστολής των αγγείων που είναι υπεύθυνα για τον καθορισμό των στεφανιαίων αγγειακών αντιστάσεων, δηλαδή των στεφανιαίων αρτηριολίων.

Μέσω της προσαρμοστικής αυτής διαδικασίας, σε συνθήκες ηρεμίας, η συνολική μυοκαρδιακή ροή αίματος παραμένει ανεξάρτητη από το επίπεδο πίεσης παροχής.

Σε συνθήκες stress, όπου η μεταβολικές ανάγκες του μυοκαρδίου αυξάνονται, όπως για παράδειγμα στην άσκηση, η στεφανιαία αυτορρύθμιση διατηρεί τη συνολική στεφανιαία ροή αίματος σε επίπεδο αντίστοιχο των αυξημένων μυοκαρδιακών απαιτήσεων σε οξυγόνο μέσω της επιπλέον διαστολής των στεφανιαίων αρτηριολίων.

Σε συνθήκες μέγιστης υπεραιμίας, όπου οι στεφανιαίες αγγειακές αντιστάσεις ελαχιστοποιούνται, η στεφανιαία αυτορρύθμιση εξαφανίζεται. Σε αυτή την περίπτωση ο προαναφερθέντας μηχανισμός αντιρρόπησης μέσω της στεφανιαίας αυτορρύθμισης παύει να υφίσταται και η στεφανιαία ροή αίματος έρχεται σε συνάρτηση με τη πίεση παροχής.

Σε συνθήκες μέγιστης υπεραιμίας και πλήρους αγγειοδιαστολής των στεφανιαίων αρτηριολίων, η συσχέτιση μεταξύ μέσης στεφανιαίας πίεσης και ροής γίνεται σχεδόν γραμμική και πάνω σε αυτή την παραδοχή βασίζεται η λειτουργική εκτίμηση της επίδρασης μίας μονήρους στένωσης στη ροή του αίματος στα στεφανιαία επικαρδιακά αγγεία μέσω της ποσοτικής εκτίμησης της διαστενωτικής κλίσης πίεσης που προκαλεί η στένωση.

Όταν δημιουργηθεί μία στένωση σε ένα τμήμα της επικαρδιακής στεφανιαίας κυκλοφορίας, η στεφανιαία ροή αίματος μειώνεται λόγω της επιπρόσθετης αντίστασης που προκαλείται από την στένωση.

Ωστόσο, λόγω αντιρροπιστικής αγγειοδιαστολής της μικροκυκλοφορίας στο επίπεδο των στεφανιαίων αρτηριολίων, η αιματική ροή και συνεπώς η μυοκαρδιακή παροχή διατηρείται σε επίπεδο αντίστοιχο των μυοκαρδιακών μεταβολικών απαιτήσεων χωρίς να δημιουργείται μυοκαρδιακή ισχαιμία. Κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι στενώσεις μέχρι και 50% δεν έχουν καμία επίπτωση στη συνολική στεφανιαία ροή αίματος ακόμη και σε συνθήκες stress (σωματική άσκηση).

Τι συμπτώματα έχει η μικροαγγειακή στεφανιαία νόσος;

Οι ασθενείς με μικροαγγειακή στεφανιαία νόσο συχνά παρουσιάζουν συμπτώματα όπως πόνο στο στήθος (στηθάγχη), κόπωση, δύσπνοια και δυσφορία. Ο πόνος στο στήθος μπορεί να είναι παρόμοιος με αυτόν της κλασικής στεφανιαίας νόσου, αλλά οι δοκιμές για τη διάγνωση αποφρακτικής νόσου συχνά αποδεικνύονται αρνητικές. Αυτά τα συμπτώματα μπορεί να επιδεινώνονται με τη σωματική άσκηση ή το στρες.

Ποια είναι τα αίτια της νόσου;

Η αιτία της μικροαγγειακής στεφανιαίας νόσου δεν είναι πλήρως κατανοητή, αλλά διάφοροι παράγοντες μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξή της, όπως:

  • Ενδοθηλιακή δυσλειτουργία, όπου το εσωτερικό τοίχωμα των μικρών αιμοφόρων αγγείων και τα ενδοθηλιακά κύτταρα που το απαρτίζουν δυσλειτουργούν και μπορεί να οδηγήσουν σε καταστάσεις όπως ο σπασμός των συγκεκριμένων αγγείων (μικροαγγειακή ενδοθηλιακή δυσλειτουργία).
  • Φλεγμονή, η οποία προκαλεί οίδημα και πάχυνση και συνεπώς διαταραχές της δομής του τοιχώματος των μικρών αγγείων της καρδιάς.
  • Παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλο (γυναίκες συχνότερα επηρεάζονται), η αρτηριακή υπέρταση, η δυσλιπιδαιμία, ο διαβήτης, η έλλειψη σωματικής άσκησης, το αυξημένο σωματικό βάρος και το κάπνισμα.
Λειτουργία της αυτορρύθμισης για τη διατήρηση σταθερής στεφανιαίας ροής και παροχής. Για δεδομένο επίπεδο μυοκαρδιακών απαιτήσεων, η στεφανιαία ροή είναι σταθερή και ανεξάρτητη της πίεσης παροχής. Σε συνθήκες αυξημένων μυοκαρδιακών απαιτήσεων η στεφανιαία ροή αυξάνεται. Η δυνατότητα αυτορρύθμισης και προσαρμοστικότητας της στεφανιαίας κυκλοφορίας χάνεται σε συνθήκες μέγιστης υπεραιμίας. Στη τελευταία περίπτωση η ροή είναι ανάλογη της πίεσης παροχής.

Πως γίνεται η διάγνωση;

Λόγω του εξαιρετικά μικρού μεγέθους των στεφανιαίων αρτηριολίων τα οποία δεν είναι ορατά δια γυμνού  οφθαλμού, η διάγνωση της μικροαγγειακής στεφανιαίας νόσου απαιτεί ειδικές λειτουργικές δοκιμασίες. Η συμβατική στεφανιογραφία και η αξονική στεφανιογραφία δεν είναι ικανές να ανιχνεύσουν τις ανωμαλίες στα μικρά αγγεία. Ωστόσο, η διάγνωση μπορεί να γίνει μέσω:

  • Μη επεμβατικών δυναμικών δοκιμασιών όπως PET perfusion imaging και SPECT που αξιολογούν την παροχή αίματος.
  • Οι δοκιμασίες εκλογής που εφαρμόζονται στην κλινική πράξη για τη διάγνωση της μικροαγγειακής στεφανιαίας νόσου, αφορούν σε επεμβατικές λειτουργικές δοκιμασίες στο αιμοδυναμικό εργαστήριο, όπως η μέτρηση της στεφανιαίας εφεδρείας ροής (CFR) και του δείκτη μικροαγγειακής αντίστασης (IMR).
    • Στη συγκεκριμένη περίπτωση ειδικό σύρμα που φέρει αισθητήρα πίεσης και θερμοκρασίας προωθείται στο άπω τμήμα του προς μελέτη αγγείου και εν συνεχεία μετά από ενδοστεφανιαία χορήγηση φυσιολογικού ορού και πρόκλησης υπεραιμίας με την συστηματική χορήγηση αδενοσίνης πραγματοποιούνται οι παραπάνω μετρήσεις.
    • Τιμές CFR < 2.5 και τιμές IMR > 25 θεωρούνται παθολογικές
  • Δοκιμασία ενδοθηλιακής λειτουργίας με την ενδοστεφανιαία χορήγηση ακετυλοχολίνης.
    • Στη συγκεκριμένη δοκιμασία χορηγούνται εντός των στεφανιαίων αγγείων προοδευτικά αυξανόμενες δόσεις ακετυλοχολίνης.
    • Σε περίπτωση αγγειοσυσπαστικής στηθάγχης με την χορήγηση ακετυλοχολίνης προκαλείται παράδοξος σπασμός των στεφανιαίων αγγείων με στένωση > 90%

Πως αντιμετωπίζεται η μικροαγγειακή στεφανιαία νόσος;

Η αντιμετώπιση της μικροαγγειακής στεφανιαίας νόσου περιλαμβάνει συνήθως μια συνδυαστική προσέγγιση με στόχο την ανακούφιση των συμπτωμάτων και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του ασθενούς.

Οι επιλογές συμπτωματικής θεραπείας περιλαμβάνουν την φαρμακευτική αγωγή με νιτρώδη, αναστολείς διαύλων ασβεστίου, β-αναστολείς, άλλες αγγειοδιασταλτικές ουσίες όπως η ρανολαζίνη, η νικορανδίλη και τριμεταζιδίνη και οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου αγγειοτασίνης, οι αποκλειστές υποδοχέων αγγειοτασίνης 2 και οι στατίνες για τη βελτίωση της δομής του στεφανιαίου μικροαγγειακού δικτύου. Χρήση αντιφλεγμονωδών φαρμάκων για την αντιμετώπιση της φλεγμονής όπως η κολχικίνη.

Επιπλέον, ο ασθενής οφείλει να προσαρμόσει τον τρόπο ζωής του σε πιο υγιεινά πρότυπα, με τη διακοπή του καπνίσματος, την υγιεινή διατροφή, την τακτική άσκηση και τη διαχείριση του στρες.

Η εξατομικευμένη προσέγγιση και η τακτική παρακολούθηση είναι κεφαλαιώδους σημασίας  για την επιτυχή διαχείριση της μικροαγγειακής στεφανιαίας νόσου, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και τη μείωση της νοσηρότητας των ασθενών.

Επικοινωνήστε με τον έμπειρο επεμβατικό καρδιολόγο Δρ. Ανδρέα Καλογερόπουλο.

Περιστατικό από το αιμοδυναμικό εργαστήριο του νοσοκομείου "Μητέρα". 45 ετών ασθενής, με συμπτώματα στηθάγχης και υποκείμενο διαβήτη τύπου 2 και μεταβολικό σύνδρομο. Η στεφανιογραφία (Α) ανέδειξε στεφανιαία αγγεία χωρίς αποφρακτική νόσο. Διενεργήθηκε μελέτη στεφανιαίας μικροκυκλοφορίας, η οποία ανέδειξε μικροαγγειακή νόσο με IMR 35 και οριακό CFR 2.3 (Β). Η ασθενής ετέθη σε εξατομικευμένη και στοχευμένη θεραπεία (ασπιρίνη, ραμιπρίλη, ροσουβαστατίνη, νεμπιβολόλη-νέας γενιάς β-αναστολέας με αγγειοδιασταλτική δράση) με σημαντική βελτίωση των συμπτωμάτων.